Το How to Love a Tree είναι το εναρκτήριο κεφάλαιο της ευρύτερης εν εξελίξει εξερεύνησης της Hira Nabi για τα δάση, τα δέντρα και τις σχέσεις μας με αυτά. Στην καθηλωτική αυτή βίντεο-εγκατάσταση τεσσάρων καναλιών της Nabi, η οποία υποστηρίζεται από την 8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, παρακολουθούμε τέσσερις μουσικούς που έχουν προσκληθεί από την ίδια, να αυτοσχεδιάζουν, ο καθένας με το δικό του μουσικό όργανο, παίζοντας για κάποιο άρρωστο ή ετοιμοθάνατο δέντρο. Η μουσική που παίζουν αποτελεί μια στοχαστική μορφή παρηγορητικής φροντίδας, μια έκφραση αγάπης, αλλά και ένα ανοιχτό ερώτημα: μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να αγαπήσουμε πραγματικά ένα δέντρο;
Το ενδιαφέρον της Nabi για τα δάση και τα δέντρα προέρχεται από τον χρόνο που είχε περάσει σε μέρη που ήταν άλλοτε αποικίες (κυρίως στο Πακιστάν), αρχικά κάνοντας διακοπές εκεί στην παιδική της ηλικία, και αργότερα στο πλαίσιο της εικαστικής πρακτικής της, όταν μελετούσε τα δάση και τις αποικιακές τους καταβολές. Τα δασικά τοπία την εποχή εκείνη διαμορφώνονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να ικανοποιούν τις νοσταλγικές επιθυμίες των αποικιοκρατών, μεταφυτεύοντας τα τοπία της γενέθλιας αγγλικής υπαίθρου και μεταμορφώνοντας την αυτόχθονα τοπική γεωγραφία, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος αυτού που προϋπήρχε. Σε ένα επίπεδο, το How to Love a Tree είναι μια προσπάθεια να ενεργοποιηθούν τα αποικιοκρατικά κατάλοιπα που έχουν απομείνει, και να προβληματιστούμε για την ιμπεριαλιστική κληρονομιά και πώς αυτή εξακολουθεί να επηρεάζει τόσο εμάς όσο και τα τοπία που μας περιβάλλουν.
Τα μέρη αυτά στις πρώην αποικίες αποτελούν πλέον δημοφιλή θέρετρα, προορισμούς τόσο ημερήσιων εκδρομών των κατοίκων των γειτονικών πόλεων, όσο και διακοπών μεγαλύτερης διάρκειας. Τα ορεινά δάση προσφέρουν, φυσικά, μεγαλύτερη δροσιά τους καλοκαιρινούς μήνες. Μέσα από την έρευνά της, η Nabi ασκεί κριτική σε αυτή τη νέα προσαρμογή των δασών στις σύγχρονες ανθρωποκεντρικές ανάγκες, εγείροντας το ζήτημα του υπερτουρισμού, του ρόλου του στην επιτάχυνση της φθοράς και του πώς, αν και φέρνει κεφάλαια, εξαφανίζει λεπτότερες αποχρώσεις. Αυτή η προσέγγιση της έρευνάς της, με την προσοχή και τον χρόνο που αφιερώνει στα δέντρα, απεικονίζει μια μορφή βίας που είναι κατεξοχήν αργόσυρτη, μια σταδιακή κατάρρευση που εξελίσσεται σε βάθος δεκαετιών και είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει αντιληπτή. Το έργο της μας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε τα τοπία και τον δικό τους ενεργό ρόλο, τις ιστορίες και τα γεγονότα στα οποία έχουν γίνει μάρτυρες. Τι θα έλεγαν τα δέντρα για τις πηγές νερού που τα κρατάνε στη ζωή, για όλα όσα έχουν ακούσει και δει; Εμείς, που το βρίσκουμε τόσο κουραστικό να ακούσουμε πραγματικά ακόμα και τους διπλανούς μας ανθρώπους, πώς θα μπορούσαμε να μάθουμε να ακούμε τον άνεμο, τα δέντρα και τις επείγουσες προειδοποιήσεις τους για τα τοξικά που τα μολύνουν; Πώς μπορούμε να συμπεριλάβουμε και να λάβουμε υπόψη μας και άλλους, μη ανθρώπινους παράγοντες, στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο γύρω μας;
Έχοντας πλήρη επίγνωση των κρίσιμων απειλών για την επιβίωση των δασών μας, η εγκατάσταση της Nabi είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένας αναστοχασμός πάνω στη φύση του συναισθήματος της αγάπης. Δίνει χώρο στη φροντίδα μεταξύ των ειδών, ενώ παράλληλα αμφισβητεί τους περιορισμούς που θέτει η κοινωνία μας όσον αφορά στο ποιον και τι μας επιτρέπεται να φροντίζουμε. Μια εκδήλωση αμοιβαιότητας, της δυνατότητας της αγάπης, μια προσφορά, μια χειρονομία γενναιοδωρίας και καλοσύνης. Βυθισμένα σε ένα δάσος αποτελούμενο από στωικά δέντρα, με τις νότες από τα μουσικά όργανα να κατακλύζουν τον χώρο αναπαριστώντας τα πολύπλοκα δίκτυα επικοινωνίας των δέντρων, εισερχόμαστε σε μια στοχαστική κατάσταση αρμονίας. Οι αισθήσεις μας αφυπνίζονται, καθώς αντιλαμβανόμαστε τη δυνατότητα της συμμετοχής μας στο δάσος με τη μορφή μιας σχέσης δημιουργικής αμοιβαιότητας, όπου ο άνθρωπος δεν βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά αποτελεί απλώς ένα από τα πολλά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη συνεργατική συνύπαρξη και για την ίδια τη συλλογική μας επιβίωση.