to glean:
- σταχυομαζεύω, συλλέγω καρπούς που δεν συλλέχθηκαν κατά τη συγκομιδή
- συλλέγω οτιδήποτε σιγά σιγά
Σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ-δοκίμιο στοχασμού, παρακολουθούμε τη Varda σε μια τελευταία επανεφεύρεση του εαυτού της, στις παρυφές του 21ου αιώνα. Η ιδιότητά της ως κινηματογραφίστρια ευθυγραμμίζεται με την ιδιότητά της ως γυναίκα. Μοιράζεται τις ιστορίες της με βαθιά ευαισθησία. Συγκολλητική ουσία η οικειότητα, η μεστότητα της καθημερινότητας, το πιο παλιό και αληθινό γνώριμο, η ανάγκη της να μοιράσει και να μοιραστεί.
Το The Gleaners and I, αποτελεί έναν (τον) τόπο συνάντησης, σε πρώτο κυρίως πρόσωπο, ανθρώπων από πόλεις και χωριά της Γαλλίας. Κάποιοι ζουν στα όρια της ανέχειας, και κάποιοι γεννήθηκαν μέσα στα προνόμια. Ανάμεσά τους, μια αγρότισσα που έχει πέρασε όλη της τη ζωή στην αγροικία όπου γεννήθηκε, ένας σεφ με δύο αστέρια Michelin, ο ψυχαναλυτής Jean Laplanche, ο δισέγγονος του ψυχολόγου και πρώιμου κινηματογραφιστή Εtienne-Jules Marey, μια γυναίκα που δουλεύει σ’ ένα μπαρ, μια οικογένεια που έδωσε ξανά ζωή σ’ έναν παλιό αμπελώνα, ο εικαστικός Louis Pons, που έχει αναγάγει σε τέχνη (του) την επανεφεύρεση της μορφής και του σκοπού «άχρηστων» πια αντικειμένων, ο Alain που’χει πτυχίο βιολογίας και διδάσκει γαλλικά σε μετανάστες.
Πού συναντιούνται; Στο απομάζεμα. Στην (περί)συλλογή όσων οι άλλοι αφήνουν πίσω, στην αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου κόκκου, σ’ αυτό που για έναν είναι σκουπίδι και για έναν άλλον θησαυρός. Στο απομάζεμα καρπών, ιδεών, πράξεων, εμπειριών.
Κύκλοι ομόκεντροι χτίζονται γύρω από αυτό το απομάζεμα εδώ και αιώνες. Οι άνθρωποι συνδέονται με αυτό μέσω της οικογενειακής τους παράδοσης, άλλοι στρέφονται σε αυτό για λόγους επιβίωσης, ενώ άλλοι επιθυμώντας να κάνουν κάποια πολιτική δήλωση. Μπορεί να είναι ζήτημα επιλογής ή ζήτημα έλλειψης επιλογής.
Σ’ ένα σχήμα που μπλέκει και συμπλέκει χώρο και χρόνο, ύπαιθρο και άστυ, η Varda συνομιλεί με τρία έργα τέχνης σχετιζόμενα με το απομάζεμα: στην αρχή μ’αυτό του Millet, ο οποίος απεικονίζει τρεις γυναίκες να απομαζεύουν στάχυα, με γυρισμένη την πλάτη τόσο στον δημιουργό, όσο και στον θεατή τους. Ο Millet παίρνει τους απομαζευτές, τους φτωχούς, από τη χαμηλότερη βαθμίδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που τους επιτρέπεται να συλλέγουν τα απομεινάρια από τη συγκομιδή και τον τρύγο, και τους μετακινεί στο επίκεντρο, εκεί που ήταν μέχρι πρότινος οι προνομιούχοι. Η συνομιλία, που είναι όχι μόνο καλλιτεχνική αλλά και πολιτική, συνεχίζεται με τη μορφή που δημιούργησε ο Breton, η οποία κοιτά ευθεία τον ζωγράφο και τους παρατηρητές της, κρατώντας δυναμικά τα στάχυα που μάζεψε, μορφή με την οποία η Varda ταυτίζεται, και τέλος, Οι απομαζευτές πριν την καταιγίδα, του Hédouin, έργο το οποίο η ίδια επιλέγει να παρουσιάσει ως επιμύθιο. Για εκείνη, η επιστροφή στην αυτάρκεια, το μέτρο, και την εφευρετικότητα μπορούν να δράσουν σωτήρια πριν την καταιγίδα. Η Varda μας πληροφορεί ήδη από την αρχή πως παλιά μόνο οι γυναίκες απομάζευαν. Αν έπρεπε κανείς να φτιάξει μια παράλληλη πορεία μεταξύ της εξέλιξης του κινηματογράφου και του απομαζέματος, θα σημείωνε πως σε ένα ορισμένο σημείο οι άνδρες άρχισαν να απομαζεύουν και σε ένα άλλο όλο και πιο πολλές γυναίκες άρχισαν να κάνουν σινεμά. Η τέχνη του σινεμά για τη Varda είναι και η τέχνη του απομαζέματος.
Η ίδια δεν καταγράφει απλώς αυτό το απομάζεμα. Γίνεται μέρος του – μάλλον είναι ήδη μέρος του. Το απομάζεμα δεν λειτουργεί μονάχα ως τόπος, μα και ως πρώτη ύλη. Σ’ αυτό και μ’ αυτό χτίζεται το σινεμά της. Με σύμβολα απωλεσθέντα και ευρεθέντα στα πιο απρόσμενα μέρη. Μιλώντας για το απομάζεμα, μιλάει για τη ζωή και την τέχνη της. Αφήνει τον βαρύ κινηματογραφικό εξοπλισμό υψηλής ποιότητας και πιάνει μια απλή κάμερα χειρός. Που δεν είναι τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από ένα μέσο, το οποίο αξιοποιεί τα μέγιστα για να πει τις ιστορίες της.
Κρατώντας με το ένα χέρι την κάμερα, καταγράφει το άλλο της χέρι. Είναι το καταγράφον υποκείμενο, θέτει όμως τον εαυτό της στη θέση του καταγραφόμενου αντικειμένου, προκειμένου να μιλήσει για τον χρόνο που περνάει (και) από πάνω της.