Ο Ahmed Morsi, Αιγύπτιος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης και ποιητής, έχει να επιδείξει μια πολυδιάστατη και μακρά σταδιοδρομία επτά δεκαετιών, κατά την οποία εργάστηκε επίσης ως δημοσιογράφος, συντάκτης σε περιοδικά, μεταφραστής και σκηνογράφος. Ο Morsi υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος της ομάδας καλλιτεχνών που είναι γνωστή ως «σχολή της Αλεξάνδρειας», το έργο της οποίας αναπτύχθηκε υπό την επίδραση του σουρεαλισμού τις δεκαετίες του 1940 και του 1950.
Στους καμβάδες και τα χαρακτικά του συναντούμε ανδρόγυνες φιγούρες, που συνοδεύονται από πουλιά, ψάρια, ταύρους και κρανία αλόγων: επαναλαμβανόμενα σύμβολα, σχολαστικά τοποθετημένα σε μη γεωγραφικούς χώρους, που προκαλούν μια αίσθηση εκτοπισμού, οριακότητας και νοσταλγίας και συχνά υποκαθιστούν τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Σουρεαλιστικές τεχνικές όπως ο διπλασιασμός, ο αντικατοπτρισμός και η επανάληψη χρησιμοποιούνται επίσης συχνά, για να παρουσιάσουν την προσωπική αντίληψη του καλλιτέχνη για την αποξένωση και την εξορία. Σαν να επρόκειτο για δυσεπίλυτους γρίφους, ο Morsi χορογραφεί ετερόκλητα στοιχεία σε απροσδιόριστες, μαγικές συνθέσεις. Οι πίνακές του αποπνέουν μια ελεγειακή και πένθιμη ευαισθησία, η οποία απηχεί τη ζωή του ίδιου του καλλιτέχνη, ενός Αλεξανδρινού της διασποράς, που ζει μακριά από την πατρίδα του από τη δεκαετία του 1970. Τα έργα του Morsi, λυρικά και βαθιά εσωστρεφή, αποτελούν έναν διαλογισμό πάνω στη μνήμη, το συναίσθημα τού μη ανήκειν, το πέρασμα του χρόνου.
Στο έργο Black Bird II, ένα πουλί με ευδιάκριτα ανθρώπινα άκρα, στέκεται αντίκρυ σε μια γυμνή καθιστή φιγούρα, με την οποία μοιράζεται τα ίδια αμυγδαλωτά μάτια. Βλέπουμε επίσης δύο μορφές στο φόντο, η μία μισή άνθρωπος, η άλλη μισό πουλί, που μοιάζουν να έχουν παγιδευτεί σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Σε αυτό το άγονο τοπίο, οι εικονιζόμενες μορφές φαίνεται να λαχταρούν να μπορέσουν να βρεθούν αλλού. Με τις έννοιες της εξορίας και της –από πάντα απατηλής– πατρίδας να τον απασχολούν, ο Morsi, που έχει έδρα τη Νέα Υόρκη, μας προσκαλεί με το Black Bird II να βυθιστούμε στον εικαστικό κόσμο που δημιούργησε, σε έναν κόσμο γεμάτο συμβολισμούς και θολές γραμμές μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, παρόντος και παρελθόντος.
Ο Morsi που συχνά αναφέρεται ως ποιητικός ζωγράφος, χρησιμοποιεί την σουρεαλιστική συμβολολογία για να μεταφέρει την προσωπική αναζήτηση του εξόριστου καλλιτέχνη, την επιθυμία του να εκφράσει μια πραγματικότητα που υπάρχει πέρα από τους περιορισμούς του υλικού κόσμου, και να εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Στους πίνακές του, είναι χαρακτηριστική η εσωστρεφής, μελαγχολική ευαισθησία των μορφών: Ο καλλιτέχνης επιδιώκει μια αισθητική αναπαράσταση του ηθικού πεδίου. Στο φόντο, το σύμβολο του ρολογιού που αντικαθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο αλλά και το πεσμένο κοράκι στο προσκήνιο πάνω στο οποίο κάθεται η ανθρωποειδής φιγούρα, αντανακλούν το αμετάβλητο ενδιαφέρον του για τη θνητότητα.
Στους πίνακες του Morsi, οι διάφορες ανθρωπόμορφες φιγούρες αντιπροσωπεύουν κατά κανόνα τον ίδιο τον καλλιτέχνη, μεταδίδοντας την αίσθηση ότι είναι παρών και ταυτόχρονα πέρα από τον εαυτό του, ότι προέρχεται από αυτόν τον κόσμο αλλά και από τον επόμενο, αιθέριος και στωικός. Στο Black Bird II, η άφυλη, με το σοφό μάτι ανθρώπινη μορφή (τα μάτια αυτά εμφανίζονται σε ουκ ολίγα ζωγραφικά έργα του Morsi) φαίνεται να περιμένει στωικά το τέλος του χρόνου σαν να είναι φτιαγμένη από πέτρα. Το πεσμένο κοράκι, γιγάντιο και υπερτροφικό, αντιπαραβάλλεται με κωμικό τρόπο στην αμετακίνητη φιγούρα.
Οι τρεις μορφές στον πίνακα συνδέονται με μια έμμεση συγγένεια, συνυπάρχοντας στον χώρο και στον χρόνο – σύμβολα μιας εναλλακτικής μορφής επικοινωνίας μεταξύ ζώων και ανθρώπων που αναδεικνύουν τις προοπτικές μιας νέας μορφής ύπαρξης σε έναν ονειρικό κόσμο. Ο ένας και μοναδικός οφθαλμός στα πρόσωπά τους κατέχει εξέχουσα θέση. Παντογνώστης βλέπει το μέλλον, το παρελθόν, τα πάντα – και είναι γεμάτος δύναμη.