Οι αυλές εμφανίζονται συχνά στο έργο του Cevdet Erek, και τα έργα του Cevdet Erek συχνά κάνουν την εμφάνιση τους σε αυλές. Εγγράφονται στην τέχνη του σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, πρωτίστως όμως ως αρχιτεκτονικοί και ηχητικοί χώροι: μέρη με ρυθμό, με επαναλήψεις και επανεμφανίσεις. Οι αυλές που ανέκαθεν λειτουργούσαν και ως χώροι ανθρώπινης συνάθροισης, κρυφοί ή οικείοι, μέρη που χαρακτηρίζονται από μια εσωτερικότητα. Και αυτό έχει σημασία, διότι τα έργα του Erek συχνά προσκαλούν τους ανθρώπους να συγκεντρωθούν τυχαία, σαν να ήταν πάντοτε γραφτό τους να συνευρεθούν, για να ακούσουν, να αλληλεπιδράσουν, να είναι φυσικά παρόντες.
Στη Θεσσαλονίκη, ο Erek επιλέγει να παρουσιάσει μια φανταστική σύνδεση μεταξύ δύο αυλών και δύο γλυπτικών παρεμβάσεων: το ένα έργο τοποθετείται στο μικρότερο αίθριο του Βυζαντινού Μουσείου, ενώ το άλλο εγκαθίσταται στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου. Το καθένα συμβαδίζει με την αρχιτεκτονική που το περιβάλλει, ανεξάρτητο αλλά ταυτόχρονα ενταγμένο στο σύνολο, δίνοντας την αίσθηση ότι κάτι του λείπει, ότι λαχταρά να συνενωθεί με το άλλο του μισό. Αυτά τα γλυπτικά υβρίδια, που μοιάζουν με στήλες που έχουν όμως αποστερηθεί τη λειτουργικότητά τους, μοιράζονται την ίδια γλυπτική γλώσσα, μια συλλογή των «παιχνιδιάρικων» αρχιτεκτονικών στοχασμών του Erek, που παραπέμπουν στα στοιχεία αυτά των πόλεων που τις καθιστούν ανθρώπινες: ένα μικρό μπαλκόνι με θέα, μια σκάλα που οδηγεί προς τα πάνω, αλληλοεπικαλυπτόμενες υλικότητες, ιστορικά ή σύγχρονα σκαλίσματα, κείμενα χαραγμένα σε τοίχους πόλεων, στρώματα της άναρχης νεωτερικότητας και πολλών άλλων ενδιάμεσα. Στο έργο του Στης Θεσσαλονίκης τις δυο αυλές / Selanik’te var iki avlu έχουν προσχωρήσει όλα αυτά και πολλά άλλα στοιχεία. Κάθε κατασκευή δανείζεται στοιχεία από διαφορετικές περιόδους της αρχιτεκτονικής ζωής της πόλης. Φτιαγμένες από μάρμαρο, τούβλο (από τον προμηθευτή του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού), ξύλο, τσιμέντο, οι κατασκευές ανακυκλώνουν τις αισθητηριακές και βιωματικές εμπειρίες της ζωής σε αυτήν την πόλη, όπως και σε άλλες, αλλού, με τις οποίες μοιράζονται κοινές ιστορικές διαστρωματώσεις – Αρχαιότητα, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδος, σύγχρονη εποχή.
Οι στήλες αποτελούν πράγματι σύνηθες στοιχείο στο έργο του Cevdet Erek. Για την ακρίβεια, όπως και οι αυλές, προσφέρουν στήριξη στα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα, παράλληλα όμως αποτελούν παραδείγματα λειτουργικών και μορφολογικών ρυθμών. Αυτές οι δύο υβριδικές κολώνες, όμως, στέκονται έρημες, σαν εγκαταλελειμμένες, ή ίσως κωμικοτραγικά αποκομμένες και ασταθείς, χωρίς να στηρίζουν τίποτα και κανέναν. Δύο γλυπτικές μορφές, των οποίων η ενότητα έχει διαρραγεί. Δεδομένου ότι στέκονται σε δύο μουσεία που αποτελούν τους πυλώνες των εθνικών αφηγήσεων της πόλης, οι στήλες υποδηλώνουν ότι η ιστορία δεν είναι τόσο εύκολο να χωριστεί σε ξεκάθαρες περιόδους και ότι ενώ μπορεί να επιθυμούν τη σύνδεση και τη συνένωση, θέλοντας να υποστηρίξουν η μία την άλλη, ο διαχωρισμός και η αδυναμία τους να το πράξουν είναι αποτέλεσμα μιας αυθαίρετης επιβολής. Οι ιστορικές αφηγήσεις είναι, μοιάζουν να υποδηλώνουν τα δύο έργα, πιο ρευστές.
Οι στήλες L και R προβάλλουν τις λεπτές ομοιότητες και διαφορές τόσο μεταξύ τους όσο και με τις αυλές που τις φιλοξενούν. Αυτό το παιχνίδι επανάληψης και διαφοράς αναδεικνύεται από τη Στήλη L (στο Αρχαιολογικό Μουσείο), η οποία απαιτεί τη φυσική και ηχητική εγγύτητα, ενώ η Στήλη R (στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού) είναι ορατή μόνο από απόσταση, μέσα από τα γυάλινα παράθυρα περιμετρικά της αυλής. Και οι δύο κατασκευές παραπέμπουν, επαναλαμβάνουν, απηχούν την αρχιτεκτονική τεχνοτροπία και τα υλικά της κάθε αυλής. Μοιάζει σαν να μπορούσαν να βρίσκονταν εκεί εξαρχής, ως αναπόσπαστα στοιχεία των αρχιτεκτονικών σχεδίων των δύο κτιρίων. Κι όμως, στέκονται εκεί για πάντα ή για λίγο μόνο, χωρίς λόγο και αιτία, σαν αξιοθαύμαστα απομεινάρια που αντέχουν στωικά, ή σαν παρασιτικές ανθρώπινες προσθήκες, όπως εξάλλου και κάθε άλλο στοιχείο των πόλεων που τραβά την προσοχή μας.