Η Φοίβη Γιαννίση είναι ποιήτρια και αρχιτέκτονας. Το έργο της βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ποιητικής περφόρμανς και θεωρίας, καταλήγοντας συχνά στη δημιουργία εικαστικών εγκαταστάσεων που εξερευνούν τις διασυνδέσεις μεταξύ γλώσσας, φωνής, τόπου και μνήμης. Στο πλαίσιο της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, η Γιαννίση ανέλαβε να δημιουργήσει έναν ηχητικό περίπατο για τη μόνιμη έκθεση στον αύλειο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης. Η υπαίθρια αυτή έκθεση (Αγρός, Οικία, Κήπος, Τόπος) δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να περιηγηθούν στα νεκροταφεία και τις οικίες της αρχαίας πόλης του 4ου έως και του 2ου αιώνα π.Χ., μιας εποχής μεγάλης ευημερίας για τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για έναν περίπατο τόσο στην αρχαία ιστορία της πόλης όσο και στις κοινότητές της, που έχουν χαθεί προ πολλού, αλλά τρόπον τινά εξακολουθούν να υπάρχουν.
Οι αναφορές της Φοίβης Γιαννίση κατά την έρευνά της για Το Μαύρο των Οστών σχετίζονται με το αμείωτο ενδιαφέρον της για την ταυτόχρονη συνύπαρξη της ζωής και του θανάτου, κυρίως δε για τις σημασίες του θανάτου και πως αυτές αποτυπώνονται στην υλικότητα της ζωής μας. Πώς επικοινωνούμε με το μαύρο των οστών, πώς μπορεί η χαρά να πηγάζει ακόμη και από το μακάβριο; Πρόκειται για εύστοχα ερωτήματα όταν μιλάμε για μια πόλη φαντασμάτων όπως η Θεσσαλονίκη. Τι νόημα έχουν αυτά τα κτίσματα από χαραγμένο μάρμαρο για τη σύγχρονη ζωή μας; Πώς συσχετίζονται οι αναπόδραστες διαδικασίες της ζωής και του θανάτου, καθώς μια γάτα της πόλης περιφέρεται ανάμεσα στους τάφους, και πώς οι ασπόνδυλες ζωικές κοινότητες με το μαυρόχωμα στο οποίο μετατρεπόμαστε;
Σκεπτόμενη τις στρωματογραφίες της ιστορίας και πώς συμπλέκονται μεταξύ τους, η Γιαννίση εξετάζει τη συνύπαρξη των μαρμάρινων πλακών και των στωικών επιγραφών που τιμούν τις ζωές που πέρασαν, με τη διαδικασία της μνήμης. Εξετάζει επίσης το άναμμα των κεριών ή ακόμη και το πώς τα ελληνικά αστικά τοπία περιλαμβάνουν –στο πλαίσιο της διαδικασίας οικοδόμησης, ανοικοδόμησης και ανασύστασής τους– αρχαία μαρμάρινα θραύσματα επιγραφών, λέξεων και ζώων, που λειτουργούν σαν κωδικοποιημένα σημεία του παρελθόντος, επιτρέποντας την αποκρυπτογράφηση μιας πόλης σαν να ήταν παλίμψηστο ή κολάζ οπτικών κειμένων. Και τότε ο θάνατος επανέρχεται, ψιθυρίζει από κάθε γωνιά, αναδύεται μέσα από το σκοτάδι, σαν ήπια ή σκληρή υπενθύμιση, ακόμη κι εκεί που δεν τον περιμένεις: σε ένα ποιμενικό κοπάδι από πρόβατα που βόσκουν στον καταπράσινο λόφο υπό το άγρυπνο μάτι του βοσκού, ή στην ακατάπαυστη διαδικασία μεταμόρφωσης σε ένα πυκνό δάσος, όπου τσουκνίδες, ξερά φύλλα και διάφορα είδη συνυπάρχουν, σαπίζουν και μουχλιάζουν, σφυρηλατώντας νέες σχέσεις μεταξύ τους και συνυφαίνοντας τις διαδικασίες της ζωής και του θανάτου τους. Μαζί. Ή στη φυσική διάσταση της ζωής, με τη δημιουργία συμβιωτικών σχέσεων, για παράδειγμα στη φύση, όπου ζώα και φυτά δημιουργούν περιβάλλοντα απλώς και μόνο με το να μοιράζονται τον ίδιο χώρο. Μαζί. Ζώα, ορυκτά, σε διαρκή συμπαιγνία.
Το Μαύρο των Οστών της Γιαννίση μάς προσκαλεί να ακούσουμε ένα ηχητικό κολάζ αποτελούμενο από αναγνώσεις κειμένων, φωνητικούς πειραματισμούς και προϋπάρχον οπτικοακουστικό υλικό με θρήνους, που μπορεί να ακουστεί ως κραυγή υπαρξιακής αγωνίας ή ως το βουητό της αγωνίας της ζωής, φλερτάροντας με το οριακό ενδιάμεσο της ζωής ή του θανάτου ή της ζωής και του θανάτου. Ο ηχητικός περίπατος γεφυρώνει την απόσταση μεταξύ του αρχαίου παρελθόντος και του βιωμένου παρόντος, μεταφέροντας γνώση και καλά φυλαγμένα συναισθήματα, αποστάζοντας την επαφή μεταξύ ημών και εκείνων. Όπως τα οστά συνθλίβονται και γίνονται χώμα, μετατρεπόμενα σε κομπόστ που εμπλουτίζει τη γη με γόνιμα θρεπτικά στοιχεία, προετοιμάζοντάς τη να γεννήσει νέα ζωή, έτσι και οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο υπογραμμίζουν το γεγονός ότι, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση, τις προσωπικές εμπειρίες και την ατομική ιστορία μας, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση ή την κατάσταση της υγείας μας, τα μαύρα οστά μας θα κείτονται όλα μαζί, χτίζοντας αυτή την πόλη, αυτό το έδαφος, αυτή τη γη: σχηματίζοντας σκόνη, σκουριά, χώμα και πέτρα.