Ο Gianfranco Baruchello συμμετείχε στο κίνημα της ευρωπαϊκής αβάν-γκαρντ τη δεκαετία του 1960, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ Νέας Υόρκης, όπου διατηρούσε φιλία με τον John Cage, και Παρισιού, όπου συμμετείχε στις εξεγέρσεις του 1968 με τους φίλους του Felix Guattari, Alain Jouffroy και Jean Jacques Lebel. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, στο Μιλάνο, την ίδια εποχή με τη γέννηση της Arte Povera, γνώρισε και σχημάτισε φιλία με τον Marcel Duchamp, ο οποίος θα γινόταν ο μέντοράς του.
Τη δεκαετία του 1970 ο Baruchello μετακόμισε στη ρωμαϊκή ύπαιθρο. Το 1973 δημιούργησε μια μικρή φάρμα, την Agricola Cornelia S.p.A., όπου η αγροτική παραγωγή συνδυαζόταν με την καλλιτεχνική [παραγωγή], με τη μορφή έργων ζωγραφικής, ταινιών, φωτογραφιών και εκδόσεων, πάνω στα οποία δούλευε ο καλλιτέχνης παράλληλα. Η Agricola Cornelia S.p.A. λειτούργησε σαν ένα είδος «tabula rasa», σαν μια επιστροφή στα στοιχειώδη και σαν αμφισβήτηση των ίδιων των στρατηγικών της παραγωγής εικαστικών τεχνών, καθώς και σαν μια αναμέτρηση με το τι σημαίνει να δουλεύεις τη γη, τόσο ως πράξη αυτονομίας και απάντηση στο αυξανόμενο κόστος ζωής, όσο και ως κριτική στάση απέναντι στις φιλοδοξίες του σύγχρονου ανθρώπου να φτάσει στο απώτερο διάστημα. Δουλεύοντας στην Agricola Cornelia S.p.A., ο Baruchello πρότεινε με παιγνιώδη τρόπο τη μεταφορά αξίας από την τέχνη στη γεωργία. Καλλιεργώντας φυτά, εκτρέφοντας ζώα, δουλεύοντας τη γη, αμφισβήτησε τα όρια μεταξύ φαινομενικά αντιθετικών διαδικασιών, μεταξύ της κοπιαστικής καθημερινής αγροτικής εργασίας και του υψηλού κόσμου της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Όπως έγραψε ο Baruchello στο βιβλίο How to Imagine: A Narrative on Art and Agriculture, μια συζήτηση με τον Henry Martin, «η Agricola Cornelia είναι σαν τα ανώμαλα αντικείμενα ή τις φωτογραφίες ή το φιλμ με το άδειο δωμάτιο, είναι σαν όλα τα αποκόμματα εφημερίδων, όλα τα πράγματα που έχω φωτοτυπήσει, όλες τις ιδέες που είχα κατά καιρούς, όλες τις σημειώσεις που κράτησα προσπαθώντας να τα κατανοήσω, σημειώσεις για τη γη και πώς συνδέεται με τα σπήλαια και τη σπηλαιολογία, για τη γη και τον θάνατο, για τη γη ως βλαστική αρχέγονη ύλη, σημειώσεις για τα πράγματα που καλλιεργήσαμε, τα προϊόντα του κήπου, τα ζαχαρότευτλα, το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι, τα πρόβατα, τα γουρούνια, τις αγελάδες, αλλά κυρίως και κατεξοχήν, όλες αυτές οι σημειώσεις για τα σπήλαια και τις σπηλιές. Το σπήλαιο ως το κοσμικό αυγό, το μυητικό σπήλαιο ως εικόνα του κόσμου, ως σύμβολο της καρδιάς και του αρχικού τόπου καταγωγής».
Σε αυτό το πνεύμα, στην 8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης θα παρουσιαστεί ένα ζωντανό αρχείο της Agricola Cornelia S.p.A., με σημειώσεις, σκίτσα, αποκόμματα, σχέδια και έργα, αλλά και την ταινία Il Grano, που γυρίστηκε στην φάρμα και παρουσιάζει τον μόχθο της δουλειάς στο αγρόκτημα σαν μια διαδικασία συσσώρευσης, σαν κολάζ βιωμένων και ενστικτωδών εμπειριών. Όπως επέμενε ο Baruchello, «αναφέρεται και στην αγροτική δραστηριότητα… αλλά από μια πολύ ιδιαίτερη οπτική. Με είχε προσελκύσει η ιδέα ότι η δουλειά στο αγρόκτημα θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί έργο τέχνης. Το ίδιο και τα προϊόντα. Η καλλιέργεια της γης υπήρξε για μένα ένας τρόπος για να δούμε επιτέλους την πλήρη πολιτική σημασία ενός έργου τέχνης… ασφαλώς, το να καλλιεργείς πατάτες μπορεί να μην είναι το πιο εύγλωττο είδος διαμαρτυρίας, όμως ασχολήθηκα και με αυτό. Το ζητούμενο ήταν να μεταφέρω την αισθητική στην οικονομία, και να μεταφέρω τις πλέον στοιχειώδεις και θεμελιώδεις μορφές της γεωργικής οικονομίας στην αισθητική».
Μέσα από τη ριζοσπαστική πρωτοβουλία του να επιστρέψει ταπεινά στην καλλιέργεια της γης, σε πλήρη αντίθεση με τη μεγαλόστομη ρητορική του κινήματος της τέχνης της γης (land art) που εισηγούνταν ορισμένοι από τους ομότεχνούς του, ο Baruchello έθεσε ερωτήματα που, μέσα στην ευρηματική τους ταπεινότητα, εξακολουθούν να έχουν απήχηση και σήμερα. Όπως το έθεσε ο ίδιος: «Ποια είναι η φύση της σχέσης μας με το κτήμα, με τη γη, με το χώμα; Ποια ήταν η σημασία της ανακάλυψης της γεωργίας; Τι είναι ένα δάσος, μια ζούγκλα; Τι είναι το γρασίδι;»