Η καλλιτεχνική πρακτική της Jumana Emil Abboud επικεντρώνεται στην έρευνα παραμυθιών, μύθων και νανουρισμάτων που διαφυλάσσονται διαχρονικά από γενιές γυναικών ως μια μορφή ενθύμησης των υδάτινων πηγών που έρρεαν άλλοτε στα πλέον κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Οι γυναίκες που κρατούν ζωντανές αυτές τις αφηγήσεις κατάφεραν να προστατέψουν τα τοπία από τα οποία ξεριζώθηκαν βίαια σφραγίζοντάς τα στην προφορική μνήμη. Αν και οι συγκεκριμένες πηγές νερού έχουν πια στερέψει, η ανάμνησή τους κυλάει ακόμη στη συλλογική φαντασία υπερβαίνοντας τον Χρόνο και την καταστολή. Οι μυθικές αφηγήσεις γίνονται πράξεις αντίστασης: αντίσταση στη μυωπία του κρατισμού και των εξαιρέσεών του και ακόμη περισσότερο, αντίσταση στη λησμονιά του τοπίου και της γης. Εξάλλου δεν τραγουδάς για έναν τόπο που δεν αγαπάς.
Η Abboud αφουγκράζεται τα υπόγεια ρεύματα της Ιστορίας που ψιθυρίζονται, τραγουδιούνται ή ερμηνεύονται από τις γυναικείες φωνές. Στρέφεται σε αυτές που έχουμε μάθει να ακούμε λιγότερο αναδεικνύοντας τη ζωτική σημασία των όσων έχουν να πουν. Οι ήρεμες και τρυφερές φωνές που αφηγούνται τις μυθικές ιστορίες των πηγών δεν ψιθυρίζουν παρά βρυχώνται. Η λυρικότητά τους ξεχειλίζει από δύναμη και ορμή σαν το ποτάμι που φουσκώνει. Η γνώση τους για τη γη μοιράζεται σαν σπόρος που καρποφορεί πολλαπλές δυνατότητες μεταμόρφωσης, της γης, των δέντρων, των πηγών, των ανθρώπων που μετουσιώνονται σε πνεύματα, σε τοπία, από τρεχούμενα νερά μέχρι αστέρια που αστράφτουν στον ουρανό. Αυτοί οι μύθοι περιγράφουν παράλληλα έναν άλλο τρόπο αντίληψης του φυσικού τοπίου, όπου οι γεωγραφίες δεν εργαλειοποιούνται, όπου η γη και το νερό δεν αποτελούν πηγές κέρδους. Εδώ, η γη και τα νερά της μιλούν τη γλώσσα της φροντίδας.
Τα συνεχώς μεταβαλλόμενα τοπία και γεωγραφικά όρια οδήγησαν την Abboud να επεκτείνει την έρευνά της στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και να ακολουθήσει τις ίδιες τις ιστορίες που ρέουν σαν ποτάμια μεταξύ γειτονικών χωρών αγνοώντας τους μικροπρεπείς περιορισμούς των ανθρώπινων συνόρων. Οι ιστορίες μοιάζουν να ταξιδεύουν σαν σπόροι που τους φυσούν οι άνεμοι σε μυριάδες κατευθύνσεις, μεταβάλλονται μορφολογικά σύμφωνα με τις νέες ρίζες που αναπτύσσουν, προσαρμόζονται στη νέα τους γεωγραφία, ευδοκιμούν είτε η γη είναι γόνιμη είτε όχι. Στην σειρά έργων που εκτίθενται στην 8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης συμπλέκονται δύο εκδοχές της ίδιας ιστορίας: «The Orphan’s Cow» από την Παλαιστίνη και «Πούλια και Αυγερινός» από την Ελλάδα. Οι δύο ιστορίες ταυτίζονται σε ορισμένα βασικά σημεία: ένα κορίτσι και ένα αγόρι, μια αδελφική αγάπη και μια μεταμορφωτική πηγή νερού. Από εκεί και έπειτα κάθε γλώσσα ρέει αυτόνομα προσθέτοντας λεπτομέρειες και μετατοπίζοντας νοήματα προς ένα διαφορετικό τέλος.
Με τη σειρά της, η Abboud φαντάζεται ξανά αυτές τις διαχρονικές ιστορίες, τις επανατοποθετεί σε σύγχρονα πλαίσια και έπειτα τις σχεδιάζει στο χαρτί απελευθερώνοντάς τις από το παρελθόν τους. Σχεδιάζοντας και επανασχεδιάζοντάς τες, η καλλιτέχνιδα, με ένα γλίστρημα του πινέλου και μια υποψία χρώματος, μέσω της δυναμικής επανάληψης, προσφέρει νοσταλγικά αυτούς τους μύθους ως οιωνούς και προτάσεις για νέες αναγνώσεις.
Στα σχέδια που παρουσιάζονται, χρησιμοποιεί την ίδια την συμβολική υλικότητα της γης από την οποία εμπνέονται τα σχέδια και οι ιστορίες της ζωγραφίζοντας με χειροποίητες μπογιές από ρόδια, σουμάκ και αβοκάντο. Με τον ίδιο τρόπο που το νερό διαπερνά το κέλυφος ενός ροδιού και μετατρέπεται σε καθαρή χρωστική ουσία, η καλλιτέχνιδα εισέρχεται στην πηγή των αφηγήσεων φτάνοντας μέχρι τον πυρήνα τους.
Τα σχέδια είναι η καρδιά αυτών των ιστοριών. Αυτά είναι το νερό που κυλάει από τα μάτια μας.