Η καλλιτεχνική πρακτική του Κώστα Ρουσσάκη είναι βραδυφλεγής. Η διαδικασία δημιουργίας που ακολουθεί είναι σχολαστική, χρονοβόρα και ανάλογη του χώρου. Η χωροθέτηση των γλυπτών του αφήνει διακριτικά ένα αινιγματικό αλλά ανεξίτηλο αποτύπωμα στον χώρο.
Το τρισκελές έργο που δημιούργησε με ανάθεση για την κεντρική έκθεση της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης γεννήθηκε μέσα από έναν μακρύ ερευνητικό περίπατο του καλλιτέχνη στην πόλη, κατά τον οποίο μελέτησε τρεις σημαντικούς χώρους τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και της Μπιενάλε – το Γεντί Κουλέ, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και το Μέγαρο Μουσικής. Κάθε ένα από αυτά τα κτίρια φέρει το δικό του πολιτιστικό βάρος, δίνοντας επίσης το στίγμα διαφορετικών εποχών, αλλά και πολιτιστικών πολιτικών.
Το in situ έργο του Ρουσσάκη αποτυπώνει μια διατομή της πόλης. Η σημασία αυτής της νοητής γραμμής που οριοθετεί την πόλη είναι κυρίως γλυπτική, παραπέμποντας στον οριζόντιο άξονα που τέμνει τον χώρο έναντι ενός κατακόρυφου – για τον Ρουσσάκη αυτή είναι η βάση κάθε γλυπτικής πρακτικής: το ανθρώπινο σώμα, σε άμεση διαλογική σχέση με τη γη, σχηματίζοντας το σχήμα του σταυρού. Το κάθετο έναντι του οριζόντιου είναι λοιπόν το θεμελιώδες στοιχείο και στις τρεις αυτές γλυπτικές προτάσεις. Επιπλέον αποτελεί μια διεισδυτική ανάλυση της σημασίας αυτού του σχήματος, και του τεράστιου συμβολικού βάρους που έχει σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, η οποία παραμένει ποτισμένη από τις παραδόσεις της βυζαντινής χριστιανοσύνης. Οι τίτλοι των έργων του Ρουσσάκη παραπέμπουν στην ευαγγελική αφήγηση για τον «καλό» και τον «αμετανόητο» ληστή. Ο ίδιος ο Χριστός, αντίθετα, καταγράφεται ως ηχηρή απουσία. Για τον «καλό» ληστή, η σταύρωση μετατρέπεται σε ελπίδα, όχι για τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο, αλλά ως υπόσχεση του επόμενου, υποδηλώνοντας ενδεχομένως τη μεταμορφωτική δύναμη των ίδιων των συμβόλων. Η λεπτή γραμμή που διακρίνει τον σταυρό ως ένα σχήμα και γλυπτό από τον σταυρό αυτό που αναφέρεται σε κάτι άλλο. Ο υπότιτλος και στα τρία σκέλη του έργου ενισχύει αυτή τη διαδικασία, «Αγάπα»-«τον πλησίον σου»-«ως εαυτόν», αφήνοντας να εννοηθεί ότι κανένα από τα τρία δεν ολοκληρώνεται χωρίς το άλλο, ότι το καθένα εμπεριέχει πάντα μόνο το εν τρίτον της ιστορίας. Και τα τρία είτε ανασταίνονται είτε αγνοούνται από κοινού. Μια γλωσσική επικοινωνία, μια κοινωνία μορφών, η ελπίδα της συντροφικότητας.
Όσο μεστοί σε εννοιολογικές αποχρώσεις είναι οι τίτλοι, τόσο απογυμνωμένα είναι τα ίδια τα έργα. Περιορίζοντας και το παραμικρό περιττό ίχνος σάρκας, κάθε γλυπτό απομειώνεται στο ελάχιστο δυνατό, είναι το ίχνος ενός ίχνους μιας δομής, που θα μπορούσε ενδεχομένως, ποιος ξέρει, κάποτε, να ήταν ένας σταυρός. Στο Γεντί Κουλέ, ο λεπτός ξύλινος στύλος που αναρριχάται (Love / Αγάπα) υποδηλώνει μια μορφή ή μια ενέργεια, να αγαπάς (αγάπα!) ως ενεργή επιλογή, αλλά και ως απότομη (σχεδόν) σκάλα, με την οποία μπορείς να ξεφύγεις από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής. Στο Βυζαντινό Μουσείο (Thy / Τον πλησίον σου) ο σταυρός λειτουργεί ως λίκνο για έναν άδειο χώρο – το ποιος στηρίζει ποιον δεν διευκρινίζεται ποτέ. Τρίτος, αλλά μπορεί και πρώτος κατά σειρά, ο σταυρός στο Μέγαρο Μουσικής, (neighbour / ως εαυτόν) ξαναστρέφει το βλέμμα μας στην καθετότητα του θαλάσσιου ορίζοντα. Καθώς αντικρίζουμε το αχανές θαλασσινό τοπίο, υπερβαίνουμε τους σωματικούς μας άξονες και φανταζόμαστε την ουσία του τι σημαίνει να στέκεσαι απέναντι, μαζί ή μακριά.
Ενωμένα ή χωριστά; Καθώς τα νοήματα υπερχειλίζουν, το κάθε γλυπτό μεταφέρει το κάλεσμα του προηγούμενου, ενώ παράλληλα απηχεί την κενότητα του αντίστοιχου χώρου που το φιλοξενεί. Κανείς δεν είναι εντελώς μόνος: εξαρτάται από το πόσο ακούμε την ηχώ ανθρώπων και τόπων.