Ο Piero Gilardi γεννήθηκε στο Τορίνο το 1942. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Accademia Albertina του Τορίνο. Πρωτοπόρος του κινήματος Arte Povera, στο οποίο Ιταλοί καλλιτέχνες υιοθέτησαν ριζοσπαστική στάση απέναντι στους θεσμούς και τα συστήματα εξουσίας, η καλλιτεχνική πρακτική του εξελίχθηκε γύρω από πειραματισμούς με συνθετικά υλικά και μορφές, που απέκλιναν από το κυρίαρχο ρεύμα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Τα Tappeto-Natura, ή «χαλιά της φύσης», του Gilardi, εκπροσωπούν τόσο την εκπλήρωση μιας φαντασίωσης για μια εξιδανικευμένη και αμόλυντη φύση η οποία «αναδημιουργήθηκε» με τεχνητά μέσα, όσο και μια προσπάθεια συνένωσης των σύγχρονων τεχνολογιών με την οικολογία. Αντί να τις θεωρεί δυνάμεις αντίρροπες, ο Gilardi επέμενε ότι οι βιομηχανικές διαδικασίες και τα βιομηχανικά υλικά θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να βοηθήσουν στο να στραφεί η κοινωνία στο πρωτοεμφανιζόμενο τότε οικολογικό κίνημα.
Ο Gilardi ήταν ένας από τους πιο στρατευμένους καλλιτέχνες της Arte Povera. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, σε μια εποχή μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής στην Ιταλία, γύρισε την πλάτη του στον κόσμο της τέχνης, για να γίνει ένας «δημιουργικός διαμεσολαβητής» θεάτρου δρόμου και διαδηλώσεων, υπηρετώντας μια σειρά από ριζοσπαστικούς σκοπούς όπως η εργατική επανάσταση, το αντιψυχιατρικό κίνημα, οι ριζοσπαστικές ομάδες νεολαίας και τα δικαιώματα των ιθαγενών ανά τον κόσμο. Εμπνεόμενος από τις δυνατότητες της πολιτικής αναταραχής, ο Gilardi ταξίδεψε πολύ, ερευνώντας και συμμετέχοντας σε δράσεις και παιδαγωγικές πρακτικές σε ετερόκλητα μέρη όπως η Νικαράγουα και η Κένυα. Επισκέφτηκε επίσης τις ΗΠΑ και τον καταυλισμό της φυλής Akwesanse του έθνους Mohawk στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, στα σύνορα με τον Καναδά. Σε πολλές περιπτώσεις, το έργο του πήρε τη μορφή γλυπτικών σκηνικών αντικειμένων και χορογραφημένων δράσεων δρόμου βασισμένων σε σατιρικές γελοιογραφίες. Τα αντικείμενα αγκιτπρόπ του Gilardi, όπως και τα γλυπτά του, δημιουργήθηκαν με τη χρήση του αγαπημένου του μέσου: του αφρού, τον οποίο λάξευε και χρωμάτιζε.
Στην κεντρική έκθεση της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται κοστούμια αγκιτπρόπ, καρναβαλικά στη μορφή, που φορέθηκαν παλαιότερα σε διαδηλώσεις, τα οποία αποκαλύπτουν τόσο την πολιτική τους πρόθεση όσο και το χιούμορ και την απόλυτη χαρά που εμπεριέχουν οι αντισυστημικές διαδηλώσεις. Χρησιμοποιώντας λαϊκές εικόνες και σχήματα λόγου, τα γλυπτά σκηνικά αντικείμενα του Gilardi αντιγράφουν τα οπτικά στοιχεία των διαδηλώσεων, αλλά με επιπλέον αιχμή. Παράλληλα, παρουσιάζεται αρχειακό (φωτογραφικό και κινηματογραφικό) υλικό, που αναδεικνύει το βάθος και το εύρος της συμμετοχής και στράτευσης του Gilardi σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς σκοπούς, όπως η συμμετοχή του σε πρόσφατες οικολογικές εκστρατείες και σε εκστρατείες κατά της λιτότητας στην Ιταλία. Αυτή η διαθεματική προσέγγιση και η θόλωση των ορίων μεταξύ ακτιβισμού και τέχνης αναδεικνύουν τον Gilardi σε σημαντικό πρόδρομο των συμμετοχικών και κοινωνικά στρατευμένων πρακτικών της σύγχρονης τέχνης. Έβλεπε το έργο του ώς ένα σύνολο από σχεσιακά έργα τέχνης, που περιλάμβαναν τα στοιχεία του πολιτικού ακτιβισμού και της κοινοτικής εργασίας, έχοντας πάντα κατά νου την εύθραυστη γραμμή που συνδέει τη φύση και την κοινωνία με τη δυνατότητα της καλλιτεχνικής δράσης ως κινήτρου για αλλαγή.
Το 2008, ο Piero Gilardi είχε την ιδέα για έναν καλλιτεχνικό χώρο και πάρκο, το PAV (Park of Living Art in Turin), στην πόλη του Τορίνο, ως προέκταση της καλλιτεχνικής του πρακτικής και των κειμένων του. Αποστολή του πάρκου είναι η συνέχιση του διαλόγου μεταξύ τέχνης και φύσης που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του.