Η χαράκτρια και ζωγράφος Βάσω Λεονάρδου Κατράκη δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Στην κεντρική έκθεση της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης το έργο της έχει διπλή παρουσία: αυτόνομα αλλά και σε εικαστικό διάλογο.
Η γενέτειρα της, το Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας, με τη λιμνοθάλασσα του, καθώς και το πολιτικό τοπίο της δεκαετίας του ‘40 –στην Ελλάδα και διεθνώς– υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες του καλλιτεχνικού της έργου. Με διεθνείς διακρίσεις (βραβείο λιθογραφίας στην 33η Μπιενάλε Βενετίας το 1966) και συμμετοχές σε εκθέσεις και μπιενάλε όπως της Αλεξάνδρειας, του Σάο Πάολο, του Τόκυο και της Λειψίας, φοιτά στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Αποφοιτά το 1940 με τον απόηχο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και ήδη στις αρχές του δευτέρου. Σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο, η Κατράκη «πέφτει» όπως η ίδια αναφέρει «…στην πλευρά της αριστεράς που μάχονταν ενάντια στη διχτατορία του Μεταξά. Μας συνέπαιρναν αυτοί οι κοινωνικοί αγώνες και οι ιδεολογίες για κοινωνική δημοκρατία και οράματα στην τέχνη κυρίως της ελευθερίας». Η ακτιβιστική της δράση πηγαίνει χέρι με χέρι με την καλλιτεχνική.
Στα χαρακτικά της έργα αρχικά χρησιμοποιεί ως υλικό το ίσως πιο παραδοσιακό ξύλο, με την πέτρα, και μάλιστα τον ψαμμίτη, να αποκτούν κεντρικό ρόλο στα επόμενα τριανταπέντε χρόνια της καριέρας της. Ο ψαμμίτης ή αμμόλιθος είναι πορώδης πέτρωμα με την ιδιότητα να φιλτράρει και να αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες υγρών και σχηματίζεται εκεί που κάποτε υπήρχαν μικρές θάλασσες. Αναρωτιέται κανείς αν η επιλογή του υλικού αυτού μπορεί να είναι τυχαία όταν ο τόπος καταγωγής της, αυτό το μικρό νησάκι ριζωμένο στο νερό είναι τόσο ταυτόσημος με μία από τις σημαντικότερες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας.
Αρχικά η θεματολογία της μπορεί να περιγραφεί ως λαϊκός κοινωνικός ρεαλισμός. Ο Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος αποκτούν κεντρικό ρόλο με τους ψαράδες της γενέτειρας της να εμφανίζονται στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 και να πρωταγωνιστούν και στα χαρακτικά έργα της στην πέτρα κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την τόσο χαρακτηριστική μητρική φιγούρα. Από τα πρώτα πορτραίτα στην πέτρα και τον ψαμμίτη, με τα λεπτεπίλεπτα καλέμια του χαράκτη, η Κατράκη περνά στα τραχιά εργαλεία του γλύπτη. Η καλλιτέχνιδα γίνεται πιο αφαιρετική, με τις μορφές της ασκητικές, αρχετυπικές. Αγέλαστα κορίτσια, ματωμένοι ήλιοι, λαβωμένα άλογα.
Το 1967, η Κατράκη συλλαμβάνεται από τους πρώτους την επόμενη μέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Εξορίζεται στη Γυάρο όπου και θα παραμείνει για σχεδόν δέκα μήνες. Η Γυάρος, ή τα Γιούρα όπως η χαράκτρια και οι συγκρατούμενοί της αποκαλούσαν το ακατοίκητο αυτό νησί των Κυκλάδων, αποτελούσε από τη ρωμαϊκή εποχή, τόπο εξορίας και σκληρής απομόνωσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ζωγραφίζονταν τα βότσαλα που βρίσκονταν στην ακροθαλασσιά: σ’ ένα ερειπωμένο κτήριο το οποίο με πρωτοβουλία της χαράκτριας είχε οργανωθεί σ’ ένα άτυπο εργαστήρι, σ’ ένα αυτοσχέδιο ατελιέ. Ζωγραφισμένα πάνω τους άλλοτε ήλιοι και άλλοτε γυναικείες κυρίως μορφές, σχεδόν πάντα με ένα μειδίαμα που απουσιάζει παντελώς τόσο από τις προηγούμενες γυναικείες μορφές της όσο και από τις μετέπειτα φορμαλιστικές σχεδόν φιγούρες που θα χαράξει στην πέτρα την περίοδο αμέσως μετά την εξορία. Στα οκτάχρονα δίδυμα παιδιά της, Μαριάννα και Σπύρο, στέλνει ζωγραφισμένα βότσαλα με κορίτσια και ήλιους. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των εικόνων η ελπίδα και η αισιοδοξία.
Στις προθήκες στη Βίλα Καπαντζή, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει από κοντά αυτά τα βότσαλα-τεκμήρια, αυτές τις χρονόκαψουλες ιστορικής και προσωπικής συνάμα μνήμης, καθώς και εργαλεία και χειρόγραφες σημειώσεις της Κατράκη. Τα θέματά τους, σε άμεση συνάρτηση με τα χαρακτικά της έργα. Και μπορεί η χαράκτρια να είχε ισχυριστεί σε συνέντευξή της πως ποτέ δεν μέτρησε καλλιτεχνικά εκείνα τα «χαλίκια» και πως για εκείνη «Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα παιχνίδι», ωστόσο είναι σχεδόν αδύνατον να αγνοήσουμε πως αποκτούν αξία λόγω των συνθηκών της δημιουργίας τους και πόσο φυσικά εντάσσονται στο υπόλοιπο έργο.